ἀντιστροφῇ — ἀντιστροφή a turning about fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστροφή — a turning about fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει … Dictionary of Greek
ἀντιστροφῆι — ἀντιστροφῇ , ἀντιστροφή a turning about fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστροφαῖς — ἀντιστροφή a turning about fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστροφαί — ἀντιστροφή a turning about fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστροφῆς — ἀντιστροφή a turning about fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστροφήν — ἀντιστροφή a turning about fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστροφῶν — ἀντιστροφή a turning about fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να … Dictionary of Greek