αντιστροφή

αντιστροφή
η
1. η στροφή στην αντίθετη διεύθυνση: Στο σημείο εκείνο το τμήμα έκαμε αντιστροφή κι έπιασε αμυντικές θέσεις.
2. (λογ.), «αντιστροφή κρίσεων», η εναλλαγή της θέσης υποκειμένου και κατηγορουμένου, χωρίς ζημιά της αλήθειας της κρίσης: Μερικά ζώα είναι θηλαστικά. Όλα τα θηλαστικά είναι ζώα.
3. (για το χορό του αρχαίου δράματος), η στροφή των χορευτών σε αντίθετη διεύθυνση.
4. (συντακτ.), αλλαγή στη συνηθισμένη σύνταξη των λέξεων πρότασης, π.χ. «ακούω και μαθαίνω» - «μαθαίνω ακούοντας».

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιστροφῇ — ἀντιστροφή a turning about fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστροφή — a turning about fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

  • ἀντιστροφῆι — ἀντιστροφῇ , ἀντιστροφή a turning about fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστροφαῖς — ἀντιστροφή a turning about fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστροφαί — ἀντιστροφή a turning about fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστροφῆς — ἀντιστροφή a turning about fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστροφήν — ἀντιστροφή a turning about fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιστροφῶν — ἀντιστροφή a turning about fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”